Έχουν
περάσει σχεδόν τρεις μήνες από το βιασμό
μιας 20χρονης κωφής κοπέλας στον Ασπρόπυργο
και κανένα νεώτερο δε μάθαμε για την
υπόθεση. Όπως συνήθως οι βιαστές αφέθηκαν
ελεύθεροι. Δεν μας κάνει εντύπωση αυτή
η εξέλιξη: αν δεν είναι μια υπόθεση που
η ελληνική κοινωνία θεωρεί ότι την αφορά
άμεσα σε δομικό επίπεδο, μετά από λίγο,
ένα περιστατικό σαν κι αυτό ξεχνιέται.
Η
κοινωνία βρίσκεται πάντα εκεί όχι
αμέτοχη, όπως μπορεί να φαίνεται εκ
πρώτης όψεως, αλλά με αμιγώς ενεργητικό
ρόλο. Η αποσιώπηση των περιστατικών-όπως
και στην περίπτωση του Ασπρόπυργου- δεν
είναι ένδειξη άγνοιας από μέρους της
αλλά είναι χαρακτηριστική των
αντανακλαστικών της. Τα αντανακλαστικά
αυτά αναδεικνύουν την κυρίαρχη αντίληψη
που θεωρεί ότι η αντρική βία είναι
δεδομένη επιβολή εξουσίας, σύμφωνη με
τη φύση, και γι’ αυτό δεν την ενοχοποιεί
και την αποσιωπά. Από την άλλη, εμείς
μεγαλώνουμε σε μια πατριαρχική κοινωνία
και μας μαθαίνουν από τα γεννοφάσκια
μας πώς πρέπει να γίνουμε σωστές γυναίκες.
Μαθαίνουμε τι πρέπει και τι δεν πρέπει
να φοράμε, πώς πρέπει ή δεν πρέπει να
μιλάμε, πώς να περπατάμε, πως και ποια
σεξουαλικότητα να εκδηλώνουμε και σε
τι χώρους, και εν τέλει, πώς
να υπακούμε
για να μην δεχτούμε οποιαδήποτε μορφή
βίας πάνω στα σώματά μας. Παρά όμως το
σύνολο αυτών των πειθαρχήσεων που μας
φοριούνται, και όποια στάση και αν
κρατήσουμε σε σχέση με αυτές, συνεχίζουν
και υπάρχουν βιασμοί. Οι πράξεις αυτές
συμβαίνουν
καθημερινά και παντού, εντός και εκτός
σπιτιού,
και οι δράστες είναι όλων των ειδών:
πατεράδες, θείοι, γκόμενοι, φίλοι,
σύντροφοι και άγνωστοι.
Υπάρχουν
βέβαια περιπτώσεις όπου η ελληνική
κοινωνία επιλέγει να εστιάσει σε κάποια
περιστατικά και να πάρει πιο ξεκάθαρη
θέση. Για να μπορέσει τότε να εξηγήσει
αυτές τις πράξεις με τρόπο κομμένο και
ραμμένο στα μέτρα της μας προσάπτει
κάθε είδους κατηγορία προκειμένου να
δικαιολογήσει τα παιδιά της: ότι ήπιαμε
όταν δεν έπρεπε να πιούμε, ότι περπατούσαμε
μόνες μας σε σκοτεινούς δρόμους, ότι
κατά βάθος το θέλαμε και το πάθαμε, ότι
θα έπρεπε να μη φοράμε το τάδε ή το δείνα
ρούχο. Όταν από την άλλη, αποφασίζει να
πάρει θέση ενάντια στο βιαστή, συμπυκνώνει
πολύ συγκεκριμένους λόγους
γύρω από την ταυτότητα του δράστη. Κάπως
έτσι βλέπουμε την ελληνική κοινωνία να
αρθρώνει κάθε είδους ρατσιστικές και
ελληνόψυχες ρητορικές και να αιτιολογεί
την πράξη αυτή στοχοποιώντας το δράστη
στη βάση της εθνικότητας, της τάξης ή
και της ψυχικής του κατάστασης.
Με
αυτόν τον τρόπο κατασκευάζεται η συνθήκη
του βιασμού ως ειδική και ο δράστης
ειδική κατηγορία ανθρώπου.
Στην
περίπτωση του Ασπρόπυργου είδαμε όλα
τα άρθρα και τις εκπομπές που αναπαρήγαγαν
την είδηση να εστιάζουν στο γεγονός ότι
η κοπέλα είναι κωφή. Όλα όσα γράφτηκαν
και ειπώθηκαν κουβαλούσαν όλα τα
ρατσιστικά στερεότυπα για τα άτομα με
αναπηρία. Εμείς δεν έχουμε σκοπό να
μιλήσουμε για την εμπειρία του να είσαι
ανάπηρη, από τη στιγμή που δεν βρισκόμαστε
σε αυτή τη θέση, αλλά δεν μπορούμε να
αγνοήσουμε το εξής: ότι οι κυρίαρχες
ταυτότητες θεωρούν ότι μπορούν να μιλάνε
με άνεση και σιγουριά για μια καθημερινότητα
που είναι πολύ μακριά από τα βιώματά
τους, και μάλιστα,όταν ποτέ δεν έχουν
δώσει λόγο στα ίδια τα υποκείμενα που
τη βιώνουν.
Μέσα
από κάθε δικαιολογία που προβάλλεται
από την ελληνική κοινωνία ξεπλένεται
η κουλτούρα βιασμού που είναι η πραγματική
αιτία για τη βία που δεχόμαστε. Όσο και
αν επιμένουν να προσπαθούν να μας πείσουν
ότι φταίμε εμείς, ότι ο βιασμός είναι
συνθήκη που συμβαίνει κατ' εξαίρεση
εμείς ξέρουμε ότι αυτή η βία απορρέει
από τις εξουσιαστικές σχέσεις μέσα σε
ένα πατριαρχικό πλαίσιο. Σε
αυτό το πλαίσιο ενισχύεται η κουλτούρα
του βιασμού και ταυτόχρονα δημιουργεί
τις προϋποθέσεις που τη στηρίζουν: η
ανδρική βία περνάει από το αστείο στο
βλέμμα, και από εκεί παραβιάζει τα σώματά
μας.
Είναι
αυτή η συνθήκη, η οποία δεν είναι καθόλου
ειδική, είναι η καθημερινότητα για όλ@
εμάς που αποκλίνουμε από το πρότυπο του
λευκού σις στρεητ άνδρα, για εμάς που
δε συμμορφωνόμαστε με τα πρότυπα
εμφάνισης του ανδρικού βλέμματος και
γι' αυτό μας κατακρίνουν, για εμάς που
συμμορφωνόμαστε με αυτό και πάλι μας
κρίνουν για αυτό.
Όλ@
εμείς ξέρουμε ότι ο μόνος τρόπος για να
την παλέψουμε
είναι να βρούμε η μια την άλλη και να
φτιάξουμε σχέσεις μεταξύ μας. Αναγνωρίζοντας
ότι δεν είμαστε υποκείμενα εκτός
κοινωνικών σχέσεων και συσχετισμών δε
μας αρκεί μια μεγαλόπνοη αφήγηση που
υπόσχεται ότι θα μας λύσει το πρόβλημα
μαγικά. Γι
αυτό συμμετέχουμε σε ομάδες και
οργανώνουμε νέα πεδία ανταγωνιστικής
παρέμβασης, επιλέγουμε εμείς οι ίδιες
για τι θα μιλήσουμε και με τι όρους.
Ξέρουμε
ότι το πρόβλημα είναι οι σχέσεις εξουσίας
και όχι κάτι αόρατο που αιωρείται έξω
από την κοινωνία που ζούμε. Γι' αυτό
καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι μόνο
γνωρίζοντας η μία την άλλη, ακούγοντας
τις φωνές και τις σιωπές μας μπορούμε
να βρούμε ελπίδα στο βούρκο της πατριαρχίας
και του σεξισμού, να στηρίξουμε η μία
την άλλη και να νιώσουμε -ίσως- λιγότερο
μόνες και περισσότερο δυνατές.