Επιλέξαμε στο παρόν κείμενο να κάνουμε ανάλυση συγκυρίας για την περίοδο από το 2012 (όπου και συγκροτηθήκαμε), μέχρι και την Άνοιξη του 2019, θέλοντας να αποδώσουμε κάποιες αιχμές που άπτονται της φεμινιστικής μας σκοπιάς και εμπειρίας.
Μετά τις μαζικές απεργίες του 2011-2012 και την ψήφιση των μνημονίων επικρατεί διάχυτη απογοήτευση. Το Νοέμβρη του 2011 παραιτείται από πρωθυπουργός ο Γ. Παπανδρέου και σχηματίζεται κυβέρνηση «ευρείας αποδοχής», η οποία διορίζεται από τον τότε πρόεδρο Δημοκρατίας Κ. Παπούλια. Σε αυτή συμμετέχουν ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ με πρωθυπουργό τον Λ. Παπαδήμο. Η κυβέρνηση Παπαδήμου διήρκησε μέχρι τις εκλογές του Μαΐου του 2012 στις οποίες η Χρυσή Αυγή εκμεταλλευόμενη το κλίμα δυσαρέσκειας, κατορθώνει να μπει στη Βουλή. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα λοιπόν και εν όψει των εκλογών, η πολυκομματική κυβέρνηση στήνει ένα βρώμικο παιχνίδι εντυπώσεων στις πλάτες οροθετικών γυναικών, ώστε να προσεγγίσει κομμάτι «αγανακτισμένων» ψηφοφόρων και να δείξει πως επιβάλλει την τάξη. Έξι μέρες πριν τις εκλογές, ξεκινάει επιχείρηση εξυγίανσης του κέντρου της Αθήνας και προστασίας της ελληνικής οικογένειας. Επικεφαλείς της ο Α. Λοβέρδος, ως υπουργός υγείας, o Μ. Χρυσοχοΐδης, ως υπουργός Προστασίας του Πολίτη και σύμμαχοί τους όλοι οι μηχανισμοί κρατικού ελέγχου: ΚΕΕΛΠΝΟ, μπάτσοι, ΜΜΕ και δικαστές. Προσαγάγουν γυναίκες, είτε μετανάστριες, είτε χρήστριες, είτε σεξεργάτριες –που βρίσκουν στους δρόμους της Αθήνας- και τις εξαναγκάζουν σε τεστ HIV, δημοσιοποιούν τα στοιχεία και τα πρόσωπα όσων βγαίνουν θετικές και τις φυλακίζουν. Τους προσδίδουν όσες ταυτότητες χρειάζεται για να δέσει η ιστορία. Τις αποκαλούν υγειονομική βόμβα. Αυτό το παζάρεμα σε γυναικεία σώματα από τον κρατικό μηχανισμό και τους φορείς υγείας του, δημιούργησε έναν τρόπο παρέμβασης που το κράτος αναγνώρισε και υπερασπίστηκε. Η κατάσταση κορυφώθηκε με πογκρόμ και σκούπες ενάντια σει διάφορα υποκείμενα του κέντρου της Αθήνας (οροθετικ@, τοξικοεξαρτημεν@, μετανάστ@).
Η αφήγηση είχε ως εξής: Οροθετικές γυναίκες, βαφτίστηκαν «εκδιδόμενες», ώστε να παρουσιάζονται οι υποτιθέμενοι, καημένοι, ανυποψίαστοι Έλληνες οικογενειάρχες ως θύματά τους, καθώς δε γνώριζαν ότι έχουν HIV, ενώ ήδη πλήρωσαν παραπάνω για να μη χρησιμοποιήσουν προφυλακτικό (δηλαδή, η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι αυτή που σηκώνει πάλι όλη την ευθύνη). Σε όλο αυτό το φασιστικό παραλήρημα, βλέπουμε χρήστριες, μετανάστριες, σεξεργάτριες, οροθετικές να στοχοποιούνται, να θεωρούνται κάτι μιαρό που σκοπό έχουν να διαλύσουν την ελληνική οικογένεια, μολύνοντάς την. Διαπομπεύονται και φυλακίζονται ως οροθετικές, με το κακούργημα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης. Στα μίντια αναπαράγεται ένας λόγος εναντίων των οροθετικών γυναικών με κατεξοχήν μισογύνικο και ρατσιστικό περιεχόμενο. Βλέπουμε σκοταδιστικές εικόνες που στοχοποιούν την οροθετικότητα, με μπάτσους στα δικαστήρια να φορούν γάντια και μάσκες, για να μην κολλήσουν HIV.
Από την άλλη οι οικογενειάρχες-θύματα προστατεύονται πλήρως, τους δίνεται η δυνατότητα να κάνουν ανώνυμα εξετάσεις, και μαζί με τις οικογένειες τους βρίσκονται στο απυρόβλητο. Οι οικογένειες όμως των γυναικών αυτών στοχοποιούνται, με τα ΜΜΕ να ακολουθούν τις μητέρες ή τα παιδιά τους σε σπίτια και σε σχολεία. Η σύνθεσή τους -βλέπετε - δεν πληροί τα ορθά πρότυπα της ελληνικής πυρηνικής οικογένειας, που το κράτος προστατεύει και υπερασπίζεται οπότε επιλέγει το διασυρμό και αποκλεισμό τους. Θεωρούνται από τους σωστούς οικογενειάρχες «διαλυμένες οικογένειες», που οι ζωές των μελών τους δεν έχουν την ίδια αξία με αυτές των ευυπόληπτων πολιτών. Για χρόνια μετά οι φωτογραφίες τους κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Κάποιες από αυτές δεν άντεξαν όλο αυτό το διασυρμό και αυτοκτονούν. Οι αυτοκτονίες - για εμάς κρατικές δολοφονίες - αυτών των γυναικών αποσιωπώνται. Οι γιατροί του ΚΕΕΛΠΝΟ που παραβιάζουν πλήρως προσωπικά δεδομένα και ιατρικό κώδικα δεν έχουν καμία επίπτωση. Οι υπουργοί επανεκλέγονται και η γη συνεχίζει να γυρίζει.
Η κοινωνία κατά κύριο λόγο παρακολουθεί σχεδόν αμέτοχη. Ένα μέρος της πανικοβάλλεται για τον αν η κολώνα του σπιτιού της έπεσε θύμα αυτών των γυναικών. Τα γεγονότα αυτά παρουσιάστηκαν ως απειλή για την ελληνική πυρηνική οικογένεια. Στην ελληνική κοινωνία, ο θεσμός της ετεροκανονικής πυρηνικής οικογένειας συνεχίζει να παίζει κυρίαρχο ρόλο. Οτιδήποτε την απειλεί ή παρεκκλίνει από τα πρότυπα που έχουν τεθεί πρέπει τουλάχιστον να περιθωριοποιείται. Συνεχίζει να κυριαρχεί το πρότυπο του άντρα που έχει την εξουσία και βαραίνει ο λόγος του εντός και εκτός σπιτιού. Ομόφυλα ζευγάρια δε νοείται να ‘χουν το αυτονόητο δικαίωμα στη δημιουργία οικογένειας και τα μέλη μονογονεϊκών οικογενειών συχνά ακόμα στιγματίζονται ή αντιμετωπίζονται οι μητέρες ως γυναίκες που «κάτι δεν έκαναν σωστά». Ξέρουμε ότι ο θεσμός της οικογένειας αποτελεί βασικό τρόπο πειθάρχησης των σωμάτων, της σεξουαλικότητας και των επιλογών μας για το πώς θέλουμε να ζούμε.
Έτσι, αυτές οι γυναίκες με τις διάφορες ταυτότητες που συγκέντρωναν, θεωρήθηκαν απειλή για τα πρότυπα της οικογένειας. Κάποιες ανέτρεφαν μόνες τα παιδιά τους, πράγμα που θίγει ανοιχτά το ρόλο του σις στρειτ άντρα μέσα στη οικογένεια. Άλλες μπορεί να ήταν χρήστριες, άτομα που η τοξικοφοβική κοινωνία θέτει στο περιθώριο a priori και τα θεωρεί επικίνδυνα για την ακεραιότητα των ευυπόληπτων πολιτών. Άλλες ήταν μετανάστριες που σύμφωνα με το ρατσιστικό στερεότυπο αποτελούν πάντα απειλή για την ελληνική οικογένεια. Παρουσιάζονται συχνά ως γυναίκες που ήρθαν στην Ελλάδα με βασικό σκοπό να τυλίξουν κάποιον Ελληναρά - κελεπούρι, να τον βάλουν να διαλύσει το σπιτικό του (μόνο τότε είναι άβουλο ον ο Άντρας) γιατί οι μετανάστριες άλλο καημό δεν έχουν στη ζωή τους. Και φυσικά η «ύψιστη απειλή»: οι σεξεργάτριες, στις οποίες, όχι μόνο δεν τους αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα, αλλά ούτε καν το γεγονός ότι είναι πραγματικά εργαζόμενες. Σε μια κοινωνία στην οποία η γυναικεία σεξουαλικότητα αποτελεί ταμπού, όταν μια γυναίκα την φέρνει στο προσκήνιο και επιλέγει να βιοπορίζεται μέσω αυτής, καθίσταται ανεπιθύμητη και προβληματική.
Σε όλο αυτό το συμφερτό υπήρξαν και κάποιες αντιστάσεις. Πρωτοβουλίες, ομάδες, οργανώσεις που στήριξαν αυτές τις γυναίκες, μίλησαν δημόσια και παρακολούθησαν τις δίκες. Κάπου εκεί νιώσαμε και εμείς την ανάγκη να υπάρξουμε σαν ομάδα, να αρθρώσουμε λόγο για τον μισογυνισμό και τις καθημερινές μας καταπιέσεις, να μοιραστούμε τα βιώματά μας, να ενδυναμωθούμε και να μιλήσουμε πολιτικά για αυτά.
Το παράδειγμα της Αμαρύνθου αν και απείχε χρονικά, ήταν βαθιά ριζωμένο μέσα μας, να μας υπενθυμίζει την αδικία και τη βία που δεχόμαστε τα καταπιεζόμενα κομμάτια, εντός πατριαρχίας τόσο λόγω τάξης αλλά και λόγω φυλής, φύλου και σεξουαλικότητας.
Το 2006 στην Αμάρυνθο Ευβοίας, ντόπιοι, έλληνες 15χρονοι μαθητές, γόνοι καλών τοπικών οικογενειών (από αυτές ξέρετε τις σωστές που είπαμε παραπάνω, όχι τις άλλες), βιάζουν μετανάστρια συμμαθήτρια τους μέσα στο σχολείο. Η κοπέλα όντας βουλγαρικής καταγωγής, που ζει με τη μητέρα της, δηλαδή μετανάστρια που μεγαλώνει σε μονογονεϊκή οικογένεια, βρίσκει το σθένος και το καταγγέλλει στην αστυνομία. Απέναντί της έχει τις επιφανείς τοπικές οικογένειες των θυτών. Αμέσως ξεκινάει μία αφήγηση με ρατσιστικά και μισογύνικα χαρακτηριστικά. Τα ΜΜΕ τη δικάζουν και αποφαίνονται ότι δεν προκύπτει βιασμός και πώς υπήρχε πλήρης συναίνεση, αφού οι τύποι είναι από καλές οικογένειες που θέλουν να μπουν στην αστυνομία και φοβούνται μην καταδικαστούν και δε μπορέσουν. Αντιθέτως, η κοπέλα είναι «όμορφη», σύμφωνα με τους ιατροδικαστές «σεξουαλικά ενεργή», «όχι ντόπια ή Ελληνίδα» και μεγαλωμένη μόνο από τη μάνα της, οπότε θεωρείται ότι ψεύδεται. Παρουσιάζεται ως «θύτης», που σκοπό είχε να παγιδεύσει τους λεβέντες του χωριού. Εν τέλει οι βιαστές αθωώνονται και η κοπέλα με τη μητέρα της αναγκάζονται να φύγουν από την περιοχή, αφού το περιβάλλον είναι εχθρικό και κακοποιητικό. Βλέπουμε δηλαδή ξανά, μία πάγια πρακτική στοχοποίησης κάθε φορά που ένα υποκείμενο καταγγέλλει τον βιασμό ή παρενόχλησή του, ειδικά αν πρόκειται για μετανάστρια.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που βιαστές αθωώνονται. Μέσα στα δικαστήρια αλλά και στην κοινωνία γενικά η συναίνεση ή μη του θύματος, αξιολογείται όχι με βάση τα όσα ισχυρίζεται αλλά τι φορούσε, αν ήταν μόνο, αν ήταν νύχτα, αν είχε πιει, αν ήταν σεξουαλικά ενεργό, αν αντιστάθηκε, πού και πώς μεγάλωσε, με βάση την εθνικότητα, την τάξη. Τα θέλω του ίδιου του ατόμου και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή του σώματός του δεν αναγνωρίζονται, ούτε αφορούν την ελληνική πατριαρχική κοινωνία, τα ΜΜΕ και τα δικαστήρια. Όταν υπερασπιζόμαστε τα σώματά μας, μετατρεπόμαστε σε θύτες και καταδικαζόμαστε. Πόσο μάλλον όταν το κάνουν ρομά ή μετανάστριες όπως στις περιπτώσεις της Π. και της Τ. που φυλακίστηκαν επειδή αμύνθηκαν στους κακοποιητές τους.
Η μόνη περίπτωση που η κοινωνία τάσσεται ξεκάθαρα ενάντια στο βιαστή, γυναικοκτόνο, κακοποιητή είναι όταν ο θύτης είναι μετανάστης, ρομά ή άτομο με ψυχική ασθένεια και το θύμα λευκή γυναίκα. Τότε μόνο αρθρώνεται ευρέως φεμινιστικός λόγος, με ρατσιστικό όμως πρόσημο. Ακούμε για «ανθρωπόμορφα τέρατα», ότι γυναίκες φοβούνται να κυκλοφορήσουν εξαιτίας τους. Φυσικά αποκρύπτεται ο ρόλος της πατριαρχίας σε όλο αυτό και ότι οι βιαστές είναι άντρες καθημερινοί - πατεράδες, θείοι, παππούδες, γκόμενοι, σύζυγοι, φίλοι, αφεντικά, γείτονες, οικογενειάρχες.
Δε θα ξεχάσουμε τον βιασμό στην Πάρο που χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή από ακροδεξιούς και μπάτσους για πογκρόμ μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας. Φυσικά, όταν ο θύτης είναι έλληνας όπως ο στρατιωτικός στη Λάρισα που βίαζε την κόρη του ή όπως ο μανάβης στην Ξάνθη που βίασε και πυρπόλησε κοπέλα κάτω από το σπίτι της, δεν υπάρχουν οι ίδιες αντιδράσεις. Τα μίντια μιλούσαν για την τραγικότητα του γεγονότος στην Ξάνθη, αναπαράγοντας διαρκώς βίντεο και φωτογραφίες του θύματος με μαγιό να κολυμπάει στη θάλασσα, ή από εξόδους σεξουαλικοποιώντας την ακόμα και μετά το θάνατό της, ενώ παράλληλα πρόβαλαν φωτογραφίες του θύτη ντυμένο φαντάρο - λεβέντη, προστάτη της πατρίδας. Όντας η γυναίκα απούσα δε μπορεί να πει τη δική της εκδοχή των γεγονότων, γιατί προφανώς κυριαρχεί ο λόγος του θύτη και του δίνεται βήμα να πει την ιστορία του και το πόσο έχει κλάψει παρουσιάζοντας εν τέλει αυτόν ως τραγικό ήρωα - θύμα. Μετά από λίγες μέρες όλο αυτό ξεχάστηκε.
Η ανάλυση συγκυρίας που ακολουθεί αφορά την τετραετία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ψηφίζετε, σπουδάζετε, δουλεύετε. Τι άλλο θέλετε πια εσείς οι γυναίκες;
Μέσα στην πατριαρχική συνθήκη συχνά δεχόμαστε αντίστοιχα ερωτήματα όταν μιλάμε για φεμινισμούς. Ζούμε και δραστηριοποιούμαστε στην Αθήνα του 2019. Μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πολλές αλλαγές έχουν υπάρξει στη σφαίρα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ή και όχι;
Θα επιλέξουμε στο παρόν κείμενο να μην επεκταθούμε σε μια σειρά αναλύσεων πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο εργασιακά όσο και ευρύτερα κοινωνικά, αλλά θα σταθούμε σε αλλαγές που έγιναν αναφορικά με δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Είδαμε τον ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθεί μια στροφή στην πολιτική παροχής δικαιωμάτων, σε σύγκριση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, μέσω νομοσχεδίων που πέρασαν, όπως αυτό για την ταυτότητα φύλου και το σύμφωνο συμβίωσης. Δεν θα θέλαμε να μείνουμε στην ανάλυση περί ενσωμάτωσης, από μεριάς κυβερνητικών θεσμών, αλλά θα σταθούμε στο που βρήκαν το queer, φεμινιστικό κίνημα αυτές οι παραχωρήσεις και ποια είναι η σκοπιά μας για τη περίοδο που διανύσαμε.
Το ευρύτερο ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα δεν είναι κάτι συμπαγές και ομοιογενές. Φέρει διαφορετικές ταξικές καταβολές και πολιτικές στρατεύσεις. Σίγουρα όμως, βρίσκεται στο περιθώριο της αστικής δημοκρατίας, όσον αφορά στα δικαιώματά του. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει στην ατζέντα του, μια σειρά από δικαιωματικές ‘‘πολιτικές ένταξης’’ αυτών των κοινωνικών ομάδων, που δεν στοιχίζουν και πολύ κοινωνικά, ακριβώς επειδή συμπλέουν και με μια τάση ‘‘προοδευτικότητας’’ της εποχής. Η τάση αυτή, παρουσιαζόταν και στην επικαιρότητα, όπου ζητήματα που αφορούν το έμφυλο άρχισαν να καταλαμβάνουν ολοένα και περισσότερο χώρο στα social media, την ακαδημία, ακόμα και στη σάπια ελληνική tv. Προφανώς, οι όροι με τους οποίους γινόταν αυτό δεν ήταν υπέρ των ατόμων που φέρουν αυτές τις ταυτότητες, αλλά επαφίονταν στον εκάστοτε επιστήμονα-ειδικό που θυμήθηκε να ασχοληθεί με το ζήτημα και μπορεί να το ντύσει όσο «ανθρωπιστικά», θεαματικά και εμπορευματικά θέλει. Με λίγα λόγια, η κάθε τηλεπερσόνα που όλο το υπόλοιπο διάστημα ξερνούσε μισογυνισμό, τρανσφοβία και ομοφοβία, μπορούσε να καλεί ίσως και δυο φορές τον χρόνο ένα γκέι μαθητή «να μοιραστεί τα βιώματά του γύρω από το bullying που δέχεται από τους συμμαθητές του».
Από θέση, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε αντίθετες σε νομοθετικές διατάξεις βελτίωσης των ζωών κομματιών της κοινωνίας που ζουν στο περιθώριο και δεν απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με εμάς. Αναγνωρίζουμε επίσης, πως οι διατάξεις αυτές συνήθως είναι μερικές, αφού δεν συμπεριλαμβάνουν πολλά ακόμη κομμάτια της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Δεν μας είναι ξένο κάτι τέτοιο. Το κράτος βέβαια, δεν θα μπορέσει ποτέ να εντάξει και να εφαρμόσει κατά γράμμα «τις ιδιαιτερότητες» των αιτημάτων μας (φεμινιστικών, εργατικών, κλπ). Αυτό είναι μια σύνθετη διαδικασία που είτε ξεκινά απ’ το κράτος είτε όχι, καταλήγει πάντα σε εμάς και την κοινωνία. Ωστόσο, είναι ζητούμενο να δούμε, αν εν τέλει άλλαξε κάτι στους κοινωνικούς συσχετισμούς τόσο λόγω των νομοθετικών αλλαγών, όσο και της δημόσιας ορατότητας που προέκυψε αναφορικά με τα έμφυλα ζητήματα.
Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Κανένας νόμος δεν άλλαξε καμία καταπίεση. Συνεχίζουμε και βιώνουμε καθημερινά τον συντηρητισμό και το σεξισμό σε κάθε πεδίο: στην οικογένεια, στην εργασία, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην παρουσία μας στο δημόσιο χώρο. Από την άλλη, οι επιθέσεις που δεχόμαστε στα σώματα μας ως θηλυκότητες παραμένουν, φαινόμενο καθημερινό. Βιώνουμε κάποια αντίφαση; Ή απλά, παρά τις αλλαγές στην κυβέρνηση, οι κοινωνικοί συσχετισμοί παρέμειναν οι ίδιοι; Ή πιο απλά, είτε με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, είτε με δεξιά, ο «δρόμος» για εμάς είναι επικίνδυνος. Δυστυχώς, αν παραθέταμε όλα τα παραδείγματα που το αποδεικνύουν, δεν θα χωρούσαν στο παρόν τεύχος, από τη δολοφονία του Γιακουμάκη στα Γιάννενα στις αρχές του 2015 απ’ τους νταήδες συμφοιτητές του μέχρι τον ομαδικό βιασμό και δολοφονία της Ελένης στη Ρόδο το 2019. Δεν ξεχνάμε τη συζυγοκτονία στο Βελβεντό Κοζάνης και την αθώωση των βιαστών της κοπέλας στον Ασπρόπυργο, τον ίδιο χρόνο.
Μόλις πριν ένα χρόνο είδαμε γυναίκες που μη έχοντας πρόσβαση στην έκτρωση κατέφυγαν σε αυτό που τα μίντια αποκάλεσαν βρεφοκτονία, να διασύρονται και να κατηγορούνται, χωρίς καμία προσπάθεια κατανόησης της θέσης μιας γυναίκας αντιμέτωπης με μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Ζήσαμε τόσο κοινωνικά, όσο και μιντιακά τον κατ’ εξακολούθηση διασυρμό του Ζακ και όλων των ταυτοτήτων του, που δολοφονήθηκε στην Oμόνοια. Οι δρόμοι δεν έχουν γίνει ασφαλείς για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, ούτε υπάρχει άνεση στο να βρουν δουλειά και να νοικιάσουν ένα σπίτι, χωρίς να ακούσουν το ένα υποτιμητικό σχόλιο μετά το άλλο. Κρατάμε στο μυαλό μας και όλες τις περιπτώσεις που δεν φτάνουν ποτέ στα κανάλια. Τις επιθέσεις που γίνονται σε χρήστ(ρι)ες και μετανάστ(ρι)ες από μπάτσους. Τον εγκλεισμό μεταναστριών στα κέντρα κράτησης Ελληνικού και Πέτρου-Ράλλη, τον αγώνα της Sanaa Taleb το 2016, που για μήνες αρνούνταν την απέλασή της κι εν τέλει κέρδισε την ελευθερία της.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει σε επίπεδο μαζικής κουλτούρας. Ξέρουμε πως ο καπιταλισμός έχει την τάση να ενσωματώνει κινηματικές διεργασίες υπέρ του, να τις απογυμνώνει από τα δυναμικά και αγωνιστικά τους χαρακτηριστικά, και στα άτομα που φέρουν μέχρι πρότινος αγνοημένες και παραγκωνισμένες ταυτότητες να βρίσκει ένα νέο αγοραστικό κοινό. Είδαμε, π.χ. εταιρείες όπως η H&M να βγάζουν ενδυναμωτικά διαφημιστικά βίντεο, να εστιάζουν σε πρότυπα γυναίκας που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε διαφημίσεις (γυναίκα μαύρη, με περισσότερα κιλά, μεγαλύτερης ηλικίας, με πιο αρρενωπά χαρακτηριστικά) ταυτόχρονα να αποσύρουν τα μεγάλα μεγέθη στα ρούχα τους και συνεχίζουν να κατηγορούνται για εκμετάλλευση εργατ(ρι)ών και άθλιες συνθήκες εργασίας.
Δεν σκοπεύουμε να κάνουμε κάποιου τύπου ξεσκαρτάρισμα με ποιους νόμους είμαστε και με ποιους όχι, σε ποιους νιώθουμε την ευκαιρία να βγάλουμε λόγο με τη μορφή δημόσιας παρέμβασης και ποιοι μας βρίσκουν εντελώς απέναντι. Μας ενδιαφέρει να εστιάσουμε και στρατηγικά στην βαθιά, καθημερινή αλλαγή του άτυπου συντάγματος των κοινωνικών σχέσεων, γιατί είναι απ’ τα βασικά καθημερινά εμπόδια που βιώνουμε και που μακροπρόθεσμα μπορούν να βελτιώσουν την κοινωνική θέση διαφορετικών υποκειμένων. Παρά ταύτα, νόμοι παροχής δικαιωμάτων σε κοινότητες που στην κοινωνική έμφυλη, ταξική, εθνοτική ιεράρχηση βρίσκονται «υποδεέστερα» από εμάς σύμφωνα με το κράτος και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, τους στηρίζουμε.
«Ούτε το κράτος, ούτε η εκκλησία, εγώ αποφασίζω το πότε και το εάν θα γεννήσω».
Έτσι, κινήματα φεμινιστικά με διαφορετικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται παντού γιατί πουθενά η αυτοδιάθεση των σωμάτων μας δεν είναι δεδομένη. Τα σώματά μας βάλλονται από βλέμματα, συντρόφους, γείτονες, αφεντικά, εξαναγκάζονται σε πειθάρχηση και τίθενται υπό έλεγχο από κράτος και εκκλησία με διαφορετικές μορφές βίας και νομοθεσίες, με υποτιμημένες τις αφηγήσεις μας και τα βιώματά μας στο σπίτι, στο δρόμο, στη δουλειά, στο διαδίκτυο, στα media.
Τα τελευταία χρόνια μαζικές φεμινιστικές κινήσεις με διαφορετικά χαρακτηριστικά εμφανίστηκαν παντού, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και επιθέσεις που αντιμετώπισαν, συγκρότησαν διαφορετικά προτάγματα, ενάντια σε εθνικισμό, πατριαρχία, κράτη και κεφάλαιο.
Σε Πολωνία, Ιρλανδία, Ισπανία γίνονται αγώνες απέναντι σε κρατικές νομοθετικές ρυθμίσεις περί νόμιμων εκτρώσεων ή λόγω απαλλαγής βιαστών στις δικαστικές αίθουσες. Η δεξιά υπερ-συντηρητική κυβέρνηση του κόμματος «Νόμος και Δικαιοσύνη», στην Πολωνία εφαρμόζει μερικά από τα πιο σκληρά μέτρα ενάντια στις εκτρώσεις στην Ευρώπη, στο πλαίσιο μίας πολιτικής που ακολουθεί, η οποία εμπνέεται από τις εκκλησιαστικές παραδόσεις του Καθολικισμού. Συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 2018, το Πολωνικό κοινοβούλιο απέρριψε την πρόταση να γίνει η έκτρωση νόμιμη και ασφαλής ψηφίζοντας αντίθετα, να συνεχιστούν οι εργασίες πάνω σε ένα προσχέδιο που έφερε μια υπερσυντηρητική οργάνωση για να απαγορευτούν οι εκτρώσεις ακόμα και στη περίπτωση που το έμβρυο έχει γενετική ανωμαλία – που αντιστοιχούν στο 95% όλων των νόμιμων εκτρώσεων σήμερα στη Πολωνία.
Με ίδια έντονη διαπλοκή κράτους-εκκλησίας, η Ιρλανδία έχει χαρακτηριστεί ως η χώρα με το πιο αυστηρό νομικό πλαίσιο σχετικά με τις αμβλώσεις, καθώς σύμφωνα με την όγδοη τροπολογία, που ψηφίστηκε το 1982, η άμβλωση απαγορευόταν σε κάθε περίπτωση. Ο νόμος «Για την προστασία της ζωής κατά τη διάρκεια της κύησης» όριζε πως η άμβλωση είναι νόμιμη σε περίπτωση κινδύνου της υγείας της μητέρας. Τελικά, το 2018 οι εκτρώσεις νομιμοποιήθηκαν, με την κατάργηση μιας τροπολογίας του συντάγματος που όριζε ότι το έμβρυο έχει τα ίδια δικαιώματα με τη μητέρα. Ταυτόχρονα, στην ίδια χώρα, η απαλλαγή ενός άνδρα από τις κατηγορίες για βιασμό σε βάρος μίας 17χρονης, με την αιτιολογία της συναίνεσης με βάση του τι φορούσε ήταν αφορμή για μπαράζ διαμαρτυριών.
Την ίδια περίοδο, φέτος στην Ισπανία, συγκεκριμένα στην Ανδαλουσία, το ακροδεξιό κόμμα Vox αποκτά το δικαίωμα ανάδειξης ενός εκπροσώπου στη Γερουσία αφότου απέσπασε 12 έδρες στις τοπικές εκλογές. Ήταν η πρώτη εκλογική επιτυχία της ισπανικής ακροδεξιάς εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Άμεσα διακηρύσσει ως προτεραιότητά του την κατάργηση του νόμου για την έμφυλη βία θεωρώντας ότι ενοχοποιεί άδικα τους άντρες για τη βία που ασκούν κατά των γυναικών και προτείνει τη δημιουργία ενός υπουργείου οικογενειακών υποθέσεων για να προωθήσει την άνοδο του ποσοστού των γεννήσεων και να αντιμετωπίσει το ζήτημα των εκτρώσεων. Χιλιάδες άνθρωποι πραγματοποίησαν πορείες στις 15-1, με κεντρικό σύνθημα «Ούτε ένα βήμα πίσω από την ισότητα», στη Σεβίλη, πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας όπου βρίσκεται το κοινοβούλιο, αλλά και σε Μαδρίτη, Βαλένσια, Βαρκελώνη, Μάλαγκα και Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα. Ο αγώνας εναντιωνόταν στις γυναικοκτονίες (πέρυσι δολοφονήθηκαν 47 γυναίκες σε όλη τη χώρα από νυν ή πρώην συζύγους-συντρόφους) και στο Vox. Ήδη εξαιτίας του Vox, αποσύρθηκε μια διακήρυξη που είχε στόχο τη θέσπιση πολιτικών που καταπολεμούν την ομοφοβία στον αθλητισμό και απαιτούσε ομοφωνία για να υιοθετηθεί. Ο γερουσιαστής του Vox, όμως, Ζόζι Αλκαράς, διεμήνυσε ότι δεν θα στηρίξει το κείμενο, με αποτέλεσμα την απόσυρσή του.
Το πιο κεντρικό παράδειγμα, παράλληλου ελέγχου, τόσο των γυναικείων σωμάτων, (ενδυματολογικός και θρησκευτικός έλεγχος) όσο και της ίδια της κοινότητας όπου ανήκουν οι γυναίκες αυτές, απαντάται στη Γαλλία μια χώρα με αποικιοκρατικό παρελθόν, που επιτίθεται στις κοινωνικές φυλετικές σχέσεις που τη δομούν με το νόμο για απαγόρευση της μαντίλας. Αφορμή ήταν το ότι η μαντίλα αποτελεί σύμβολο της γυναικείας καταπίεσης και εντείνει τις διακρίσεις ως πολιτικό/θρησκευτικό σύμβολο (διαχωρίζει τις νεαρές γυναίκες και απομονώνει τις μαθήτριες που τη φορούν). Η αφήγηση που επιλέχθηκε ήταν ότι στο πλαίσιο το οποίο τα θρησκευτικά σύμβολα και η πίστη πρέπει να είναι προσωπική υπόθεση, η απαγόρευση της μαντίλας είναι αναγκαία σαν απόρροια του αγώνα ενάντια στον φονταμενταλισμό και όχι ως αυτό που πραγματικά είναι, ισλαμοφοβική πολιτική.
Ταυτόχρονα με πολλές καμπάνιες που κυκλοφορούν στο ίντερνετ υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών στις μουσουλμανικές χώρες, υπονοήθηκε ότι για την καταπίεση των μουσουλμάνων γυναικών στις μη μουσουλμανικές χώρες ευθύνεται μόνο το Ισλάμ, λες και οι δυτικές χώρες είναι απελευθερωμένες από πατριαρχικά κατάλοιπα. Οι ερμηνείες για την μαντίλα άρχισαν να πληθαίνουν και σαν φυσικό επακόλουθο η μαντίλα συνδέθηκε και με τον μύθο του μουσουλμάνου βιαστή, ο οποίος στρέφεται κατά κανόνα σε αυτή που δεν τη φοράει επειδή δεν πειθαρχεί. Αυτό έχει ως συνέπεια μέχρι και το να αντιμετωπίζονται οι γυναίκες που τη φορούν ως συνειδητά συνένοχες με τους βιαστές, αφού χωρίς αυτές οι βιαστές δεν θα είχαν λόγο να επιτεθούν (αυτή που φορά τη μαντίλα συμμορφώνεται και άρα δεν τιμωρείται).
Η μαντίλα των νεαρών Γαλλίδων δεν καταγγέλλεται γι’ αυτό που είναι στο εδώ και τώρα, αλλά για ό,τι εν δυνάμει προμηνύει. Απεκδύεται οποιαδήποτε σημασία έχει για τις ίδιες τις ενδιαφερόμενες και καλείται να συμβολίσει το σύνολο των απεχθών χαρακτηριστικών που επιστρατεύει η Δύση προκειμένου να δαιμονοποιήσει τις μουσουλμανικές χώρες και το Ισλάμ, προκειμένου να πειθαρχήσει και να εκμεταλλευτεί κοινωνικά και εργασιακά όλη τη μουσουλμανική κοινότητα. Κι αυτή η ερμηνεία επιβάλλεται συνεχώς στις νεαρές κοπέλες.
Ο σεξισμός δε βρίσκεται μόνο στα γαλλικά γκέτο των προαστίων και δεν εντοπίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, ώστε να νομιμοποιείται ο στιγματισμός τους. Ο ρατσισμός και η πατριαρχία συμπλέκονται, βρίσκονται παντού και θέτουν σε διαρκή κίνδυνο τα σώματα των θηλυκοτήτων, των γυναικών, των τρανς υποκειμένων, των ΛΟΑΤΚΙ+, των μεταναστριών, των αναπήρων, των προσφυγισσών, των σεξεργατ(ρι)ών. Αυτά είναι τα υποκείμενα που βρίσκονται σε διαρκή αποκλεισμό, επιτήρηση και πειθάρχηση και αντιστέκονται καθορίζοντας τα ίδια και μόνο τους αγώνες τους.
Τι φεμινισμούς θέλουμε;
Για όλα αυτά που αναφέραμε πώς βιώνουμε παντού, από άκρη σ’ άκρη αυτού του κόσμου, οι φεμινίστριες βγαίνουμε στο δρόμο και αγωνιζόμαστε για τις ζωές μας ενάντια σε καπιταλισμό, ρατσισμό και πατριαρχία.
Αυτοί οι αγώνες και οι φεμινισμοί μας, θέλουμε να είναι αντιρατσιστικοί. Κατά κανόνα, το κράτος και οι κοινωνικοί συσχετισμοί στρέφονται εναντίον υποκειμένων, λόγω της εθνικότητάς τους. Κι έχουμε δει το φεμινισμό να καταλήγει να χρησιμοποιείται ως εργαλείο στα χέρια των ισχυρών, για να αναπαράξουν ρατσιστικό οχετό. Για αυτό εμείς οφείλουμε ως φεμινιστικά υποκείμενα να είμαστε διαθεματικές και να καταδεικνύουμε αυτή τη στοχοποίηση εθνικοτήτων. Για εμάς που μεγαλώσαμε και ζούμε στην Ελλάδα, οι εχθροί μας είναι το ελληνικό κράτος και η ελληνική πατριαρχική κοινωνία.
Ξέρουμε ότι το κράτος έχει μια πολύ συγκεκριμένη θέση ελέγχου, πειθάρχησης, υποτίμησης και καταστολής απέναντί μας. Όμως από πλευράς μας προσπαθούμε να στηρίζουμε τους αγώνες που ανοίγονται και έχουν διεκδικητικό χαρακτήρα απέναντι στο κράτος. Επαγρυπνώντας, για την ενδεχόμενη ενσωμάτωση των κοινοτήτων μας και μη έχοντας αυταπάτες ότι το κράτος τάσσεται με το συμφέρον μας, προτάσσουμε την καλυτέρευση των ζωών μας, αλλά και άλλων υποκειμένων που δεν φέρουν τα ίδια δικαιώματα με εμάς, αλλά βρίσκονται στην αορατότητα και στο περιθώριο της κοινωνίας. Αγωνιζόμαστε συλλογικά και στοχεύουμε στο μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων κυρίως, αφού ένας νόμος από μόνος του δεν θα αλλάξει ποτέ κάτι.
Προσπαθούμε, επίσης, οι αγώνες μας να είναι συμπεριληπτικοί γιατί γνωρίζουμε ότι η πατριαρχία δεν πλήττει μόνο εμάς (ως θηλυκότητες), και γιατί ο αγώνας ενάντια στο σεξισμό και την έμφυλη βία, τα καθημερινά προβλήματα, τα κοντινά βιώματα και οι καταπιέσεις μας, μας τοποθετούν στην ίδια πλευρά με οσ@ δεν υπακούουν στο ετεροκανονικό δίπολο γυναίκα-άντρας που παρουσιάζεται ως φυσιολογικό.
Δεν μπορούμε να δούμε τον αγώνα ενάντια σε σεξισμό, ομοφοβία, τρανσφοβία ξέχωρα απ’ τον αγώνα ενάντια στο ρατσισμό και την εργασιακή εξαθλίωση. Οι πολλαπλές μας καταπιέσεις μάς τοποθετούν στην ίδια πλευρά με όσες-α-ους θα θέλαμε να συμμαχήσουμε για να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο, μέχρι την αποδόμηση και ανατροπή καπιταλισμού και πατριαρχίας.
Σαν ομάδα ως μορφή αντίστασης προτάσσουμε την αυτοοργάνωση. Εμείς οι ίδιες αποφασίζουμε ισότιμα και αντιιεραρχικά την πολιτική μας κατεύθυνση, στηρίζουμε συλλογικές διεκδικήσεις από τα κάτω, παλεύουμε για την ορατότητα των ζητημάτων που αφορούν εμάς και τ@ διπλαν@ μας, χρησιμοποιούμε τα βιώματά μας ως αναλυτικό εργαλείο, μιλάμε πολιτικά για αυτά, έτσι ενδυναμωνόμαστε κι όλα αυτά μακριά από κόμματα, ΜΚΟ, ειδικούς που μιλούν «για εμάς» αλλά όχι από τη δική μας θέση. Έτσι, ως κοινότητες γυναικών, ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, μεταναστριών/ων, αγωνιζόμαστε ενάντια στις καταπιέσεις μας, βγαίνουμε στο δρόμο, συγκροτούμε ταξικά κινήματα με διαφορετικά εργαλεία ανάλυσης και πολιτισμικά πλαίσια, ενάντια σε εθνικισμό, πατριαρχία, κράτη και κεφάλαιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου